Μια μέρα που είχα πάει στο σπίτι τους για τα γενέθλια του Παύλου, την ώρα που τρώγαμε τούρτα, πήγα λίγο στο μπάνιο να πλύνω τα χέρια μου και στο διπλανό δωμάτιο άκουσα την μητέρα του Παύλου, που μιλούσε αγχωμένα. Παρακαλούσε κάποιον στο τηλέφωνο να μην διώξει από το γηροκομείο τη μητέρα της. Από ό,τι κατάλαβα, η μητέρα του Παύλου έπρεπε να εξοφλήσει ένα χρέος 1.000€ για τη διαμονή της μητέρας της εκεί.
Όταν λοιπόν τελείωσε το πάρτι και γύρισα στο σπίτι, είπα αμέσως στους γονείς μου τι είχε γίνει. Πρότεινα την ιδέα να πληρώσουμε εμείς τα 800€. Φυσικά, οι γονείς μου χρειάστηκαν λίγο χρόνο να το σκεφτούν. Τελικά είπαν το «Ναι!» και έτσι έγινε. Την επόμενη μέρα το μεσημέρι, πήγα στο σπίτι του Παύλου και της Ελένης και τους έδωσα τον φάκελο με τα χρήματα. Όταν η μητέρα τους άνοιξε τον φάκελο με τα χρήματα, άρχισε να κλαίει και να λέει «Ευχαριστώ!». Όταν σταμάτησε να κλαίει, με ρώτησε γιατί το έκανα αυτό κι εγώ της είπα ότι ένιωθα ότι είχα χρέος απέναντί τους για αυτά που είχαν κάνει για μένα.
Πώς μπορούσα να ξεχάσω ότι για δύο χρόνια στο Δημοτικό η κυρία Δήμητρα ήταν αυτή που με έπαιρνε από το σχολείο, αφού οι γονείς μου δεν προλάβαιναν να γυρίσουν από τη δουλειά τους! Και δεν έφτανε αυτό, αλλά πάντα φρόντιζε να μου προσφέρει φρούτα και ό τι κουλουράκια είχε φτιάξει για να μην πεινάω μέχρι να πάω σπίτι μου.
Όπως εκείνη είχε στηρίξει εμάς, έτσι και εμείς είχαμε χρέος να της το ανταποδώσουμε.
«Ο Γιούκας»
Κάποτε σε ένα παλάτι κάπου στην έρημο της Αιγύπτου ζούσε ένας πολύ αγενής βασιλιάς. Είχε λίγους δούλους αλλά ήταν αρκετοί για να εκπληρώνουν όλες του τις επιθυμίες. Ο βασιλιάς αυτός λοιπόν είχε χάσει την μονάκριβή του κόρη και είχε μια πολύ καλή γυναίκα η οποία υπέφερε καθημερινά από την κακή του συμπεριφορά. Ποτέ δεν άκουγε τις γνώμες των άλλων, δεν μιλούσε ευγενικά, ήταν εγωιστής και σκεφτόταν εγωκεντρικά.
Απέναντι από το παλάτι υπήρχε ένα μικρό ταπεινό χωριουδάκι όπου ζούσαν λίγοι συγγενείς των δούλων του παλατιού και επιβίωναν με ελάχιστη τροφή και απειροελάχιστο νερό. Μέλος αυτού του χωριού αποτελούσε και ο Γιούκας, που ήταν γιος ενός δούλου που υπηρετούσε χρόνια τον βασιλιά του.
Αυτό λοιπόν το δεκατετράχρονο αγόρι είχε πολλά όνειρα για το μέλλον. Ήταν ερωτευμένος με τις κατασκευές. Έφτιαχνε συνεχώς γκατζετάκια που του διευκόλυναν την ζωή. Ζούσε μακριά από τον πατέρα του, όμως κατάφερνε να τα βγάζει πέρα εξασφαλίζοντας τροφή και στέγη. Είχε γίνει ανεξάρτητος πια.
Μια από τις λίγες φορές που είχε κακό καιρό στην Αίγυπτο, τον φώναξε ο βασιλιάς για να τον συνοδεύσει σε ένα μακρινό ταξίδι προς την Κωνσταντινούπολη , επειδή γνώριζε ότι δίπλα σε αυτό το παιδί ένιωθε ασφάλεια καθώς κουβαλούσε πάνω του διάφορα χρήσιμα πράγματα επιβίωσης και ήταν εκπαιδευμένος καλύτερα και από έναν ενήλικα καθώς τόσα χρόνια ζούσε χωρίς την επιμέλεια του πατέρα του. Άρα έπαιρνε τη ζωή στα χέρια του.
Ξεκίνησαν λοιπόν το ταξίδι τους για την Κωνσταντινούπολη με τον καιρό εναντίον τους. Φύσαγε πάρα πολύ με αποτέλεσμα να διακόπτουν συχνά το ταξίδι τους, διότι είχε πολλές ανεμοθύελλες. Στη διάρκεια του ταξιδιού πέρασαν πολλές δοκιμασίες όπως κινούμενες άμμους, μεγάλα θηρία, έλλειψη τροφής, αλλά πάντα ο μικρός Γιούκας τις αντιμετώπιζε με επιτυχία.
Μια νύχτα πριν την ολοκλήρωση του ταξιδιού τους, είχαν καταφύγει σε μια σπηλιά για να περάσουν εκεί την νύχτα τους. Όμως, προς έκπληξή του Γιούκα το επόμενο πρωί ο βασιλιάς του έλειπε. Άρχισε λοιπόν να τον ψάχνει . Μετά από λίγες ώρες τον βρήκε κρεμασμένο έτοιμο να πνιγεί από έναν κορμό δέντρου. Καθώς το μικρό αγόρι τον έλυνε, ο βασιλιάς του εξιστορούσε πώς βρέθηκε εκεί. Δυστυχώς είχε έρθει αντιμέτωπος με έναν μάγο οποίος ήθελε να πεθάνει ο βασιλιάς καθώς υποστήριζε ότι δεν ήταν άξιος να ζει μετά απ’ ό,τι είχε κάνει στην οικογένειά του και στους δούλους του. Οι μάγοι ήταν η μεγαλύτερη και αξεπέραστη φοβία του βασιλιά. Οπότε, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, ο βασιλιάς ήταν υπόχρεος στο μικρό Γιούκα, διότι εάν
δεν υπήρχε αυτός, ο βασιλιάς θα είχε ήδη φύγει από την ζωή. Του υποσχέθηκε, λοιπόν, ότι θα τον έπαιρνε μαζί του στο παλάτι, για να ζήσει με τον πατέρα του. Αυτό ήταν το καλύτερο δώρο για τον Γιούκα.
Έτσι και έγινε. Αφού φτάσανε στην Κωνσταντινούπολη, γύρισαν πίσω στο παλάτι με τα ευχάριστα νέα πια, ότι θα ζούσαν ξανά μαζί με τον πατέρα του. Τέλος ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!!!!!!!
«Το γαλάζιο κουτί»
Γιώργο με βαπτίσανε, όπως και τον παππού μου. Μεγάλη αδυναμία μου είχε, ακριβώς γιατί με βάπτισαν με το όνομά του. Και εγώ, όμως, τον αγαπούσα και ακόμα τον αγαπάω. Ίσως είναι επειδή μου έδινε κρυφά καραμέλες, ενώ η μαμά το απαγόρευε. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με έκανε να νιώθω ξεχωριστός.
Γενικά ήταν ένας πολύ χαρούμενος άνθρωπος, γεμάτος αγάπη για την οικογένειά του και κυρίως για εμένα, δεν μπορώ να το κρύψω αυτό. Όλοι στην γειτονιά τον αγαπούσανε και ήταν πολύ γνωστός λόγω του ότι καθόταν με τις ώρες στο καφενείο της πλατείας και μιλούσε με τους φίλους του. Πολλές φορές με έπαιρνε μαζί του και μου διηγούνταν παλιές ιστορίες από τον στρατό. Όλοι ξέρουμε πόσο πολύτιμες είναι αυτές οι ιστορίες για τους παππούδες μας. Πάντα θυμάμαι ότι τον ρωτούσα αν μπορώ να δοκιμάσω λίγο από το ούζο του, έστω μια γουλίτσα και πάντα ακολουθούσε η φράση: «Όταν μεγαλώσεις αυτά, τώρα είσαι μικρός».
Να λοιπόν που μεγάλωσα, ολόκληρος μαντράχαλος, που λέει και η μάνα μου, και ακόμα έχω ένα ξεχωριστό μέρος στο μυαλό μου γι’ αυτές τις αναμνήσεις. Μια διαφορά υπάρχει όμως που άλλαξε την ζωή μου και την αξία των αναμνήσεων αυτών. Ο παππούς δεν είναι πια μαζί μας. Δυστυχώς ή ευτυχώς πέθανε ήρεμα στον ύπνο του. Όταν η μάνα μου με πήρε τηλέφωνο να μου ανακοινώσει τα νέα, ένιωσα σαν να έχανα την γη κάτω από τα πόδια μου. Δε ήξερα ποιο συναίσθημα κυριαρχούσε μέσα μου. λύπη που δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ ή θυμό με τον εαυτό μου που δεν πήγα την προηγούμενη μέρα να τον επισκεφτώ επειδή ήμουν κουρασμένος; Ήξερα όμως πως ο παππούς θα είναι πιο ήρεμος εκεί που είναι και πως το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να δει από εμένα είναι να στεναχωριέμαι.
Έτσι λοιπόν μάζεψα τον εαυτό μου, σκέφτηκα λογικά και ήξερα πως η μοναδική επιθυμία του παππού μου αφού πεθάνει ήταν να βρω το «γαλάζιο κουτί». Παράτησα πάρτι, σχολές και διαβάσματα και πήγα στο χωριό μου να βρω το κουτί.
Δεν ήξερα πού να ψάξω για να βρω το κουτί ούτε τι περιέχει. Άρχισα έτσι να ψάχνω σε αποθήκες, πατάρια, ντουλάπια, ακόμα και μέσα στην παπουτσοθήκη αλλά τίποτα. Ώσπου θυμήθηκα πως ο παππούς πάντα ό,τι ήθελε να κρύψει το έκρυβε στο κομοδίνο με τις καραμέλες. Το άνοιξα λοιπόν και το βρήκα δίπλα στο μπολάκι με τις αγαπημένες μας καραμέλες.
Ήθελα τόσο πολύ να το ανοίξω αλλά θυμήθηκα ότι αν το έβρισκα θα έπρεπε να το ανοίξω μαζί με τα ξαδέλφια μου. Νομίζω πως το έκανε για να μην ζηλέψουν οι άλλοι αλλά θα το προσπεράσω. Την επόμενη ακριβώς μέρα μαζευτήκαμε όλοι μαζί και ήμασταν έτοιμοι να μάθουμε τι κρύβει επιτέλους το «γαλάζιο κουτί». Αφού όλοι ξέρουμε πως ήμουν πάντα η αδυναμία του, το άνοιξα εγώ. Έμεινα έκπληκτος και ελαφρά συγκινημένος με τα πράγματα που υπήρχαν μέσα στο κουτί. Ένα άλμπουμ με φωτογραφίες απ’ όταν ήμασταν μικρά, 4.000 ευρώ για να μοιραστούν και στους
τέσσερίς μας και ένα σακούλι με τις αγαπημένες μας καραμέλες. Εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε η μοιρασιά ούτε και το ότι οι υπόλοιποι μάλωναν για το ποιος θα πάρει τι. Το μόνο που είχε σημασία για εμένα ήταν πως η επιθυμία του παππού μου είχε εκπληρωθεί και έφυγε ένα βάρος από μέσα μου που ξεπλήρωσα το χρέος μου. Τα πράγματα μοιράστηκαν δίκαια και η αγάπη μου για τον παππού μου ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Ξέρω πως πάντα θα είναι κοντά μου όταν θα βλέπω τις φωτογραφίες μας και πως θα είναι μαζί μου σε κάθε δύσκολη στιγμή ακόμα κι αν δεν τον βλέπω τον παππού τον Γιώργο.
Μεγαλώνοντας, επισκεπτόταν το δάσος τακτικά και το εξερευνούσε, έπαιζε με τα πλάσματά του, σκαρφάλωνε στα δέντρα και άκουγε το κελάηδημα των πουλιών. Γελούσε και έπαιζε ξέγνοιαστα μέσα στη μαγεία της φύσης. Έπειτα, επέστρεφε στη μολυσμένη πόλη και στους αυταρχικούς της συνανθρώπους.
Μέρα με τη μέρα, κάθε χρόνο, συνειδητοποιούσε όλο και πιο έντονα την πικρή αλήθεια. Δεν υπήρχαν πολλοί που γνώριζαν τη φύση και τη μαγεία της, την αγνότητα, την ηρεμία της, με αποτέλεσμα να τη βλάπτουν ασύστολα. Η Βασιλική θεωρούσε χρέος της να τους μάθει, να τους φέρει κοντά στη Μητέρα Φύση.
Στην εφηβεία, όλη η αδικία που ένιωθε να την κατακλύζει βγήκε στην επιφάνεια με ορμητικά ξεσπάσματα θυμού.
Γιατί δεν καταλάβαιναν;
Πώς μπορούσαν να είναι τόσο άκαρδοι, τόσο εγωιστές;
Πώς άντεχαν να καταστρέφουν αυτήν την ομορφιά που δεν τους είχε πειράξει ποτέ;
Μαζεύοντας όλους τους φίλους της, τους περιέγραψε τις εμπειρίες της στο δάσος. Τους πήγε να δουν από κοντά την εξωπραγματική απλότητα, τους έμαθε να σκαρφαλώνουν στους πλάτανους, να κολυμπάνε στο ποτάμι, να αναγνωρίζουν τις πατημασιές των διαφορετικών ζώων.
Οι φίλοι της, έφεραν δικούς τους φίλους και συγγενείς και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε μια μικρή ομάδα. Συναντιόντουσαν κάθε Σάββατο και περιπλανιόντουσαν στα φυσικά μονοπάτια του δάσους. Μάθαιναν, εξερευνούσαν, απολάμβαναν τη γαλήνη του.
Όταν η Βασιλική μεγάλωσε, ίδρυσε το πρώτο σχολείο του δάσους στην Ελλάδα. Οι γονείς άφηναν τα παιδιά τους στο δάσος της Σταμάτας και αυτά, μαζί με τη Βασιλική, άλλοτε εξερευνούσαν μονοπάτια, άλλοτε έφταναν σε ποτάμια και τσαλαβουτούσαν μέσα στο καταχείμωνο, άλλοτε μάθαιναν για τη φύση και για τα πλάσματά της και το χρέος τους απέναντί της, άλλοτε ξάπλωναν στο χορτάρι ή στον κορμό ενός δέντρου και άκουγαν το ρυάκι να τρέχει. Πολλές φορές, σκαρφάλωναν στα δέντρα και παρατηρούσαν τη φύση από ψηλά, ενώ κάποιες άλλες, έμεναν στο έδαφος και θαύμαζαν τα λουλούδια την άνοιξη και το χειμώνα τις χιονισμένες βουνοκορφές και την παγωμένη λίμνη.
Τα παιδιά αυτά ήταν στην αρχή λίγα, καθώς ελάχιστοι γονείς ενέκριναν αυτές τις δραστηριότητες. Με τα χρόνια, όμως, όλο και περισσότεροι το τολμούσαν και είδαν ότι τα παιδιά τους ήταν ευτυχισμένα και ξέγνοιαστα, όπως θα έπρεπε να είναι όλα τα παιδιά.
Ο καθαρός αέρας έκανε καλό και στους γονείς, οι οποίοι όταν παραλάμβαναν τα παιδιά τους, καθόντουσαν σε έναν βράχο και τα παρακολουθούσαν να παίζουν και να γελάνε, πριν επιστρέψουν στα σπίτια τους στην πόλη.
Τους πρώτους μήνες, όταν είχε πρωτοανοίξει το σχολείο του δάσους, πέντε παιδιά αποτελούσαν τη μικρή αυτή ομάδα. Ανάμεσά τους κι εγώ.
Τέλος.
Ηλιάνα Πολίτη – Γ4 – Σχολικό Έτος 2023-’24
Το Χρέος απέναντι στον εαυτό μας
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας ιππότης, ο οποίος έχασε την ζωή του πολεμώντας για να προστατεύσει το βασίλειο. Έκανε το χρέος του απέναντι στον βασιλιά και στην πολιτεία. Πριν λίγες μέρες μία μητέρα, έδωσε αίμα για να σώσει τον κατάκοιτο γιό της. Έκανε το χρέος της απέναντι στο παιδί της. Σήμερα στο σχολείο μιλήσαμε για αυτήν την ιδιαίτερη λέξη, την λέξη χρέος. Αναλύσαμε τις σημασίες της, αν και σταθήκαμε περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος. Από εκείνη την στιγμή και έπειτα για το υπόλοιπο της ημέρας ήμουν πολύ προβληματισμένη. Με τριγυρνούσαν σκέψεις για αυτή την λέξη «χρέος». Τι πραγματικά είναι και ποια η σημασία για τον καθένα μας;
Με το που γύρισα από το σχολείο πήγα και μίλησα στον πατέρα μου για τους προβληματισμούς μου και τότε μου έκανε την εξής ερώτηση: «Τι είναι για σένα το χρέος;» Ομολογώ ξαφνιάστηκα. Δεν περίμενα να με ρωτήσει κάτι τέτοιο. Του είπα ότι θα του απαντήσω αύριο και ότι πρέπει πρώτα να σκεφτώ.
Την επόμενη μέρα ήρθα στον πατέρα μου με μια σελίδα και άρχισα να διαβάζω το περιεχόμενό της:
–
«Χρέος, μια λέξη με βαριά σημασία. Το βάρος αυτής της λέξης με λυγίζει κάθε φορά που την ακούω. Δεν είναι νωρίς για κάτι τέτοιο; Δεν είναι νωρίς να μάθω την σημασία αυτής της λέξης; Μιας λέξης που όλοι έχουμε νιώσει την πίεσή της στο πετσί μας. Το χρέος είναι ευθύνη και κάθε άνθρωπος έχει ευθύνες και καθήκοντα που πρέπει να αναλάβει.
Έχω χρέος απέναντι στην οικογένειά μου, στους φίλους μου, στην κοινωνία. Νιώθω ότι κουβαλάω τα καθήκοντα όλων, κι όμως πάνω απ’ όλα έχω χρέος απέναντι στον εαυτό μου. Καθήκον μου είναι να ζω, να ζω ευτυχισμένα και καλά. Να αγαπώ τον εαυτό μου, να με φροντίζω και να παλεύω για την γαλήνη της ψυχής μου. Έχω χρέος να είμαι παιδί και να έχω την ξεγνοιασιά και την αθωότητα ενός παιδιού. Να αναγνωρίζω την αξία μου, να μην με υποβιβάζω. Αν δεν πιστέψω εγώ στον εαυτό μου τότε πώς περιμένω να πιστέψουν σε μένα.
Αυτές και άλλες τόσες είναι οι ευθύνες μου. Αυτό είναι και το χρέος μου και όσο έχω χρέος, έχω και έναν ακόμη λόγο για να ζω».
Ο πατέρας μου με κοίταξε με περηφάνια και τότε κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον εαυτό μας.